- Ἡσίοδος
- Ἡσίοδος, ὁ, Hesiod, Pi.I.6(5).67, etc.; [dialect] Aeol. [full] Αἰς-EM452.37:— Adj. [full] Ἡσιόδειος, α, ον, Pl.Lg.658d, Plu.2.657d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἡσίοδος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ησίοδος — (8ος – 7ος αι. π.Χ.).Ποιητής. Γεννήθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας. Θεωρείται ο πατέρας της διδακτικής ποίησης στη Δύση. Ο πατέρας του ήρθε από την Κύμη της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας τη «χείμα κακή, θέρει αργαλέη, ουδέ… … Dictionary of Greek
Ησίοδος — ο αρχαίος Έλληνας ποιητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λέγει?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. — λέγει ?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. См. Спать соловьиным сном … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἡσιόδω — Ἡσίοδος masc nom/voc/acc dual Ἡσίοδος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδοιο — Ἡσίοδος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδοις — Ἡσίοδος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδου — Ἡσίοδος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδῳ — Ἡσίοδος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσίοδε — Ἡσίοδος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσίοδον — Ἡσίοδος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)